- ἀφεψήματος
- ἀφέψημαdecoctionneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαμομήλι — (ματρικάρια το χαμαίμηλο). Μονοετής πόα της οικογένειας των συνθέτων ή κομποζιτών (δικοτυλήδονα), κοινότατο είδος σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς σε ολόκληρη στην Ελλάδα. Έχει φύλλα πολύ σχισμένα, σε τμήματα προμήκη και λεπτά, σχεδόν… … Dictionary of Greek
τσάι — (θέα η σινική και θέα η ασαμική). Αειθαλή δενδρύλλια της οικογένειας των θεϊδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυή στο Θιβέτ και στο Aσάμ· καλλιεργείται για τα φύλλα του, που είναι πλούσια σε αρωματικές ουσίες, στο μεγαλύτερο μέρος των τροπικών και… … Dictionary of Greek
καρμίνι — το βαθυκόκκινο χρώμα που λαμβάνεται με βρασμό αφεψήματος κοχενίχλης και στυπτηρίας και χρησιμοποιείται στη βαφική, τη ζαχαροπλαστική, την αρωματοποιία και τη ζωγραφική. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. carmin] … Dictionary of Greek
καφές — Αρωματικό καρύκευμα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή του πιο διαδεδομένου νευρικού διεγερτικού αφεψήματος. Προέρχεται από καβουρντισμένα και αλεσμένα σπέρματα του φυτού Cοffea arabica, τροπικού θάμνου της οικογένειας των ρουβιιδών… … Dictionary of Greek
κερασία — Δέντρο του γένους Prunus της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της ανατολικής Ευρώπης και της εύκρατης Ασίας. Περιλαμβάνει καλλιεργούμενες και άγριες ποικιλίες. Τα δύο πιο κοινά είδη του γένους είναι ο κέρασος ο γλυκόκαρπος (Prunus … Dictionary of Greek
κερασιά — Δέντρο του γένους Prunus της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της ανατολικής Ευρώπης και της εύκρατης Ασίας. Περιλαμβάνει καλλιεργούμενες και άγριες ποικιλίες. Τα δύο πιο κοινά είδη του γένους είναι ο κέρασος ο γλυκόκαρπος (Prunus … Dictionary of Greek
ρυτή — (ruta graveolens). Πολυετής πόα, με βλαστό όρθιο 20 80 εκ. ύψους. Ο βλαστός είναι λείος, χωρίς αδένες προς τα πάνω, με φύλλα έμμισχα, όλα σχεδόν όμοια και ακέραια. Ο καρπός είναι κάψα υποσφαιρική. Φυτρώνει σε πετρώδεις τόπους και ερείπια, σε όλα… … Dictionary of Greek
σαλέπι — (στα αραβικά σάχλεμπ). Ονομασία θερμαντικού πιοτού, αφεψήματος ή ροφήματος, που παρασκευάζεται από τους ξηρούς κόνδυλους (ρίζες) διάφορων ορχεοειδών φυτών. Οι κόνδυλοι αλέθονται και η σκόνη τους βράζεται με ζάχαρη ή με μέλι. Είναι μαλακτικό πιοτό … Dictionary of Greek
τραγοπτισάνη — ἡ, Α ξεφλουδισμένο κριθάρι βρασμένο με ζωμό από κρέας τράγου ή ρόφημα από ζωμό τράγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + πτισάνη «είδος αφεψήματος»] … Dictionary of Greek
ύδραστις — (hydrastis). Γένος φυτών της οικογένειας των Βερβεριοειδών. Το γένος αυτό αριθμεί δύο μόνο είδη, ένα ιθαγενές της Ιαπωνίας και ένα ιθαγενές της Βόρειας Αμερικής. Το ρίζωμα της ύ. της καναδικής είναι φαρμακευτικό και χρησιμοποιείται σε δόσεις 0,50 … Dictionary of Greek